-
1 ἀνδρεία
ἀνδρεία, ἡ, = ἀνδρία. Obwohl sich kaum bei dem großen Schwanken der mss. etwas Sicheres über die Schreibung ausmachen läßt, so ist doch gewiß ἀνδρεία nicht zu verwerfen, ja scheint die Form des älteren Atticismus (Ellendt lex. Soph. richtig als fem. von ἀνδρεῖος, sc. ἀρετή od. ἡλικία erkl., vgl. das ion. ἀνδρηΐη, Her. 7, 99), die sich entweder nach Analogie der gewöhnlichen Endung der Abstracta in ἀνδρία umänderte, wobei der Gleichklang in der Sprache der Sp. wenigstens nicht zu übersehen, od., wie Ellendt meint, aus ἀνορία, analog dem homer. ἀνορέη, gebildet ist. So Aesch. Spt. 52; Soph. El. 971; durchweg bei Plat.; Bekk. auch Ar. Nubb. 502. S. ἀνδρία. Her. 7, 99 ἀνδρηΐη. – Harpocr. erkl. ἀνδρεία ἡ τῶν ἀνδρῶν ἡλικία, aus Antipho.
-
2 ἀνδρεία
ἀνδρεία, ἡ, [dialect] Ion. [suff] ἀνδραποδ-ηίη (Hdt.7.99), generally written [full] ἀνδρία in the Mss., in agreement with the opinion of A.D.Adv.136.8, refuted by Orusap.EM461.53:— ἀνδρεία is required by the metre in Ar.Nu. 510, andA may always stand in the few poet. passages where it occurs (Simon.58, A.Th.52, S.El. 983, E.Tr. 674): ἀνδρία is required in E. HF 475 μέγα φρονῶν ἐπ' ἀνδρίᾳ (s.v.l., εὐανδρίᾳ Elmsley): ἀνδρεία is also confirmed by the [dialect] Ion. form ἀνδρηίη:—manliness, manly spirit, opp. δειλία, Il.cc., cf. Arist.Rh. 1366b11, EN 1115a6; also of women, S.El. 983, Arist.Pol. 1260a22;ἀνδρεία ἡ περὶ τὰς ναυτιλίας Str.3.1.8
:—in pl., brave deeds, Pl.Lg. 922a; ironically,αἱ διὰ τῶν λόγων ἀνδρεῖαι D.Prooem.45
.II in bad sense, hardihood, insolence, D. Chr.12.13.III = ἡ τῶν ἀνδρῶν ἡλικία, Antipho.Soph.67a.IV membrum virile, Artem.1.45.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδρεία
См. также в других словарях:
αγέλη — Ομάδα ομοειδών ζώων που ζουν και μετακινούνται μαζί. Η διαβίωση σε α. οφείλεται στην ανάγκη ομαδικής άμυνας και στο ένστικτο της πολυγαμίας. Τα ζώα που ζουν στις α. λέγονται αγελαία. Με τον όρο α. εννοείται στον προσκοπισμό μία τάξη προσκόπων με… … Dictionary of Greek
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
ευανδρία — η (Α εὐανδρία) [εύανδρος] 1. η αφθονία ανδρών και κυρίως γενναίων και ενάρετων 2. η ανδρική ηλικία ή η ανδρεία, το ανδρικό φρόνημα, η γενναιότητα αρχ. 1. η σωματική, η φυσική ευεξία 2. (ως χριστιανική αρετή) το υψηλό φρόνημα, το μεγάλο θάρρος… … Dictionary of Greek